χαψιά

χαψιά
[хапсьа] ουσ. Θ. кусок, глоток (пищи).

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαψιά" в других словарях:

  • χαψιά — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χάφτω 2. μπουκιά 3. συνεκδ. μικρή ποσότητα («μια χαψιά άνθρωπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ τού αορ. έ χαψ α τού χάφτω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • χαψιά — η 1. η ενέργεια του χάφτω. 2. όσο χωράει το στόμα, μπουκιά: Αυτό ήταν μια χαψιά. 3. μικρή ποσότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψιά — και καταπιά, η 1. κατέβασμα τού φαγητού με μια χαψιά, κατάποση 2. ποσότητα τροφής ή φαγητού που μπορεί να καταπιεί κάποιος με μια κατάποση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιά < καταπίνω. Ο τ. καταψιά πιθ. αναλογικά προς το χαψιά] …   Dictionary of Greek

  • έγκαφος — ἔγκαφος, ο (Α) χαψιά, μπουκιά …   Dictionary of Greek

  • μπουκουνιά — η [μπουκούνι] 1. μπουκιά, χαψιά 2. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι 3. φρ. «μια μπουκουνιά άνθρωπος» λέγεται για μικροσκοπικό ή μικρής ηλικίας άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • βούκα — η (λ. λατ.), η μπουκιά, η χαψιά: Το παιδί χρειάζεται παρακάλια για να φάει μια βούκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουκιά — μπουκιά, η και μπουκουνιά, η η ποσότητα τροφής που χωράει άνετα στο στόμα, η χαψιά: Φάε μια μπουκιά, είσαι νηστικός όλη μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»